- ἀχώνευτος
- ἀ-χώνευτος, nicht geschmolzen, nicht zu schmelzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχώνευτος — η, ο (AM ἀχώνευτος, ον) εκείνος που δεν έλειωσε στο χωνευτήρι μσν. νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να λειώσει στο χωνευτήρι νεοελλ. 1. (για τροφές) αυτός που δύσκολα χωνεύεται, ο δύσπεπτος 2. εκείνος που δεν έχει αφομοιωθεί, δεν έχει γίνει… … Dictionary of Greek
αχώνευτος — η, ο 1. αυτός που δε χωνεύεται: Αχώνευτο το χω το φαγητό που φάγαμε. 2. αυτός που δεν έλιωσε (για μέταλλα): Το μολύβι ήταν ακόμη αχώνευτο. 3. ανυπόφορος, αντιπαθητικός: Είναι άνθρωπος αχώνευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχώνευτον — ἀχώνευτος masc/fem acc sg ἀχώνευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπεπτος — η, ο (AM ἄπεπτος, ον) (για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτος αρχ. 1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός 2. εκείνος που… … Dictionary of Greek
άπυρος — η, ο (Α ἄπυρος, ον) [πυρ] 1. ο χωρίς φωτιά 2. άβραστος, άψητος αρχ. μσν. φρ. «ἄπυρον θεῑον» θειάφι φυσικό αρχ. 1. (για αγγεία και τρίποδες) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να σταθεί πάνω στη φωτιά … Dictionary of Greek
άτρεπτος — η, ο (AM ἄτρεπτος, ον) [τρέπω] 1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος 2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστος αρχ. μσν. επίρρ. ἀτρέπτως χωρίς μεταβολή αρχ. 1. ανεπανόρθωτος 2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι 3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος 4.… … Dictionary of Greek
αδιαπόνητος — ἀδιαπόνητος, ον (Α) [διαπονῶ] 1. αυτός που δεν συντελέσθηκε, που δεν τόν έφεραν εις πέρας 2. (για τροφές) αχώνευτος … Dictionary of Greek
ακατέργαστος — η, ο (Α ἀκατέργαστος, ον) [κατεργάζομαι] αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος 2. ο άξεστος στους τρόπους αρχ. ο ακαλλιέργητος «ἀκατέργαστος γῆ» 2. αχώνευτος … Dictionary of Greek
ασαπής — ές (AM ἀσαπής, ές) [σήπομαι] αυτός που δεν σαπίζει, ο ασάπιστος αρχ. ο ανεπεξέργαστος, ο αχώνευτος (ως ιατρ. όρος) … Dictionary of Greek
κακοστόμαχος — η, ο (AM κακοστόμαχος, ον) 1. αυτός που έχει ευπαθές στομάχι, αυτός που υποφέρει από στομάχι ή που έχει κακοστομαχιά 2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί κακό στο στομάχι, δύσπεπτος νεοελλ. (για πρόσ.) μτφ. αχώνευτος, ανυπόφορος, αυτός που προξενεί … Dictionary of Greek
παναεργής — παναεργής, ές (Α) (για φαγητό) εντελώς ακατέργαστος, αχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀεργής «ακατέργαστος»] … Dictionary of Greek